αληθολάτρης

αληθολάτρης
ο (θηλ. -ισσα)
αυτός που αγαπά την αλήθεια, ο λάτρης της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λάτρης, ο λάτρης «τού αληθούς», τής αληθείας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”